ἀποσυνάγωγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀποσυνάγωγος | τὸ ἀποσυνάγωγον | οἱ, αἱ ἀποσυνάγωγοι | τὰ ἀποσυνάγωγα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀποσυναγώγου | τοῦ ἀποσυναγώγου | τῶν ἀποσυναγώγων | τῶν ἀποσυναγώγων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀποσυναγώγῳ | τῷ ἀποσυναγώγῳ | τοῖς, ταῖς ἀποσυναγώγοις | τοῖς ἀποσυναγώγοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀποσυνάγωγον | τὸ ἀποσυνάγωγον | τοὺς, τὰς ἀποσυναγώγους | τὰ ἀποσυνάγωγα |
Κλητική | ἀποσυνάγωγε | ἀποσυνάγωγον | ἀποσυνάγωγοι | ἀποσυνάγωγα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀποσυναγώγω | |||
Γενική-Δοτική | ἀποσυναγώγοιν |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ἀποσυνάγωγος, -ος, -ον