ἀποτέμνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποτέμνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἀποτέμνω < ἀπό + τέμνω

ἀποτέμνω

  1. αποκόπτω, αποσχίζω, αποχωρίζω
  2. διαχωρίζω, διαμερίζω με γεωγραφική σημασία
  3. αποχωρίζω για να οικειοποιηθώ, απάγω, κλέβω