ἀποφαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἀποφαίνω
- αναδεικνύω, φανερώνω, παρουσιάζω
- διακηρύσσω, εισηγούμαι, αποφαίνομαι, συμβουλεύω, εκφέρω γνώμη
- αποδεικνύω
- παριστώ
- πληρώνω, αποδίδω λογαριασμό
- διορίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀπόφανσις
- ἀποφαντικός
- ἀπόφασις (διάφορο του ἀπόφασις του φημί)