ἀραβέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀραβέω < ἄραβος
Ρήμα
[επεξεργασία]ἀραβέω - ἀραβῶ
- ο θόρυβος που προκαλεί η πανοπλία κατά τη μετακίνηση
- δούπησεν δὲ πεσὼν ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ (: Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου -Ιιλιάδα Ε΄ 42, απόδοση Αλ. Πάλλης).
- τρίζω τα δόντια, κροταλίζουν τα δόντια μου
- ἀραβεῖ δ᾽ ἁ γνάθος