ἀραβέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀραβέω < ἄραβος

ἀραβέω - ἀραβῶ

  1. ο θόρυβος που προκαλεί η πανοπλία κατά τη μετακίνηση
    δούπησεν δὲ πεσὼν ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ (: Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου -Ιιλιάδα Ε΄ 42, απόδοση Αλ. Πάλλης).
  2. τρίζω τα δόντια, κροταλίζουν τα δόντια μου
    ἀραβεῖ δ᾽ ἁ γνάθος


Συγγενικά

[επεξεργασία]