ἀρκῶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ἀρκῶ
ομόρ. λατινικά arceo αποκρούω, είμαι αρκετός
ἀρκοῦμαι (=είμαι ευχαριστημένος)
ἀρκῶ
ομόρ. λατινικά arceo αποκρούω, είμαι αρκετός
ἀρκοῦμαι (=είμαι ευχαριστημένος)