ἀρχίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀρχίδιον
- το θλιβερό, ανάξιο υπούργημα, μια διοικητική θέση που δεν λογαριάζει κανείς
- κἂν λαχόντες ἀρχίδιον εἶθ᾽ ἁρπάσαι βούλησθέ τι, ὀξὺν ἱερακίσκον ἐς τὰς χεῖρας ὑμῖν δώσομεν. [1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Αριστοφάνης όρνιθες 1110