ἀρχιτεκτονέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀρχιτεκτονέω < λείπει η ετυμολογία

ἀρχιτεκτονέω - ἀρχιτεκτονῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι αρχιτέκτων
  2. κατασκευάζω, οικοδομώ, επινοώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]