ἀσβεστόκτιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ασβεστόκτιστος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀσβεστόκτιστος < ἀσβέστης + κτίζω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀσβεστόκτιστος