ἀτάκτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀτάκτως < ἄτακτ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀτάκτως

Εκφράσεις

[επεξεργασία]