ἀτυχέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀτυχέω < ἀτυχής

ἀτυχέω - ἀτυχῶ (συνηρημένο)