ἀχαλκέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀχαλκέω < ἀ- στερητικό + χαλκοῦς

ἀχαλκέω - ἀχαλκῶ (συνηρημένο)

→ λείπει η κλίση