ἁγιοπρεπής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἁγιοπρεπής < ελληνιστική ἅγιος + πρέπω

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἁγιοπρεπής, -ης, -ες

  1. αυτός που ακολουθεί συμπεριφορά ιερού, αγίου.
  2. αυτός στον οποίο αναγνωρίζεται ιερότητα.