ἁρματοτροφέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἁρματοτροφέω < (ἅρμα)ἁρμᾰτο- + τροφ- (τρέφω) + -έω

ἁρματοτροφέω - ἁρματοτροφῶ (συνηρημένο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ἅρμα και τρέφω