ἁψικόρως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἁψικόρως < αρχαία ελληνική ἁψίκορ(ος) + -ως
Επίρρημα
[επεξεργασία]ἁψικόρως
- (ελληνιστική κοινή) με αψίκορο τρόπο, με ευέξαπτο τρόπο