ἄκατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άκατος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄκατος αἱ ἄκατοι
      γενική τῆς ἀκάτου τῶν ἀκάτων
      δοτική τῇ ἀκάτ ταῖς ἀκάτοις
    αιτιατική τὴν ἄκατον τὰς ἀκάτους
     κλητική ! ἄκατε ἄκατοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκάτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀκάτοιν
Και σπανίως αρσενικό, με τις ίδιες καταλήξεις.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄκατος < ομόρριζο με ἀκή και ἄκαινα (άκανθα, αιχμή, ακμή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄκατος θηλυκό (και σπανίως αρσενικό)

  1. (ναυτικός όρος) πλοιάριο που χρησιμοποιείτο στον εμπορικό και πολεμικό στόλο, αλλά και στα μυστήρια και που ίσως ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν μυτερή η πρώρα του
  2. κύπελλο σε σχήμα πλοίου

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • ἀκάτιον λέμβος, πλοιάριο πειρατικό ή επικουρικό