ἄκικυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀκῑκυ-
ονομαστική / ἄκικυς τὸ ἄκικυ
      γενική τοῦ/τῆς ἀκίκυος τοῦ ἀκίκυος
      δοτική τῷ/τῇ ἀκίκυϊ τῷ ἀκίκυϊ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄκικυν τὸ ἄκικυ
     κλητική ! ἄκικυ ἄκικυ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκίκυες τὰ ἀκίκυ
      γενική τῶν ἀκικύων τῶν ἀκικύων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἄκικυσῐ(ν) τοῖς ἄκικυσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκίκῡς τὰ ἀκίκυα
     κλητική ! ἀκίκυες ἀκίκυα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκίκυε τὼ ἀκίκυε
      γεν-δοτ τοῖν ἀκικύοιν τοῖν ἀκικύοιν
Απαντά στο αρσενικό και θηλυκό.
3η κλίση, Κατηγορία 'εὔβοτρυς' όπως «εὔβοτρυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἄκικυς < ἄ- στερητικό + κίκυς ή ορθότερα κῖκυς (δύναμη)[1][2])

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἄκικυς, -υς, -υ

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. s.v.- κῖκυς σελ. 697 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)