ἄρατε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]
ἄρατε
  • β΄ πρόσωπο πληθυντικού στην προστακτική του ενεργητικού αορίστου του ρήματος αἴρω
→ δείτε τη λέξη  αἴρω