Ἀετοχώριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἀετοχώριον | ||||||
γενική | τοῦ | Ἀετοχωρίου | ||||||
δοτική | τῷ | Ἀετοχωρίῳ | ||||||
αιτιατική | τὸ | Ἀετοχώριον | ||||||
κλητική ὦ! | Ἀετοχώριον | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἀετοχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το Αετοχώρι με συνθετικό -χώριον