Ἁγιοχώριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἁγιοχώριον | ||||||
γενική | τοῦ | Ἁγιοχωρίου | ||||||
δοτική | τῷ | Ἁγιοχωρίῳ | ||||||
αιτιατική | τὸ | Ἁγιοχώριον | ||||||
κλητική ὦ! | Ἁγιοχώριον | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ἁγιοχώριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το Αγιοχώρι με συνθετικό -χώριον