ἐγγύη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐγγύη < ἐν + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew- (χέρι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐγγύη θηλυκό

  1. αυτό που δίνεις στο χέρι άλλου, το ενέχυρο, η ασφάλεια, η βεβαίωση
  2. ο αρραβώνας γιού ή θυγατέρας από την πλευρά του πατέρα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

ἐγγύα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ἐγγύα, πάρα δ΄ ἄτα γνωμικό (γίνε εγγυητής και η η ζημιά είναι εγγύς)

Συγγενικά

[επεξεργασία]