ἐγείρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εγείρω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐγείρω   ἐγείρομαι 
Παρατατικός  ἤγειρον & (επικό) ἔγειρον    ἠγειρόμην 
Μέλλοντας  ἐγερῶ   ἐγεροῦμαι & ἐγερθήσομαι 
Αόριστος  ἤγειρα   ἠγρόμην & ἠγέρθην
& ἠγειράμην (ελληνιστικό) & (επικό) ἔγερθεν 
Παρακείμενος  ἐγήγερκα & ἐγρήγορα   ἐγήγερμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγηγέρκειν & ἐγρηγόρειν   ἐγηγέρμην 
Συντελ.Μέλλ.  ἐγηγερκώς ἔσομαι   ἐγηγερμένος ἔσομαι 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)

ἐγείρω

  1. σηκώνω κάποιον από το κρεβάτι, τον ξυπνώ
  2. ανασταίνω
  3. ανεγείρω οικοδόμημα, χτίζω
  4. ξεκινώ κάτι, κινητοποιώ, θέτω σε κίνηση

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]