ἐγχειρέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἐγχειρέω και συνηρημένο ἐγχειρῶ
- βάζω το χέρι μου, αποπειρώμαι, προσπαθώ, επιχειρώ, αναλαμβάνω
ἐγχειρέω και συνηρημένο ἐγχειρῶ