ἐδωδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐδωδή αἱ ἐδωδαί
      γενική τῆς ἐδωδῆς τῶν ἐδωδῶν
      δοτική τῇ ἐδωδ ταῖς ἐδωδαῖς
    αιτιατική τὴν ἐδωδήν τὰς ἐδωδᾱ́ς
     κλητική ! ἐδωδή ἐδωδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐδωδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἐδωδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐδωδή < ἔδω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐδωδή θηλυκό

  1. τροφή
  2. φαγητό
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 9, 580e (580e-581a)
    ἐπιθυμητικὸν γὰρ αὐτὸ κεκλήκαμεν διὰ σφοδρότητα τῶν τε περὶ τὴν ἐδωδὴν ἐπιθυμιῶν καὶ πόσιν καὶ ἀφροδίσια καὶ ὅσα ἄλλα τούτοις ἀκόλουθα, καὶ φιλοχρήματον δή, ὅτι διὰ χρημάτων μάλιστα ἀποτελοῦνται αἱ τοιαῦται ἐπιθυμίαι.
    το ονομάσαμε επιθυμητικό, για τη σφοδρότητα που έχουν οι επιθυμίες του φαγητού, του ποτού και των αφροδισίων και των συνακόλουθών τους, ακόμη και φιλοχρήματο, επειδή με τα χρήματα προπάντων ικανοποιούνται αυτές οι επιθυμίες.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  3. ζωοτροφή
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 504 (503-504)
    δόρπα τ᾽ ἐφοπλισόμεσθα· ἀτὰρ καλλίτριχας ἵππους | λύσαθ᾽ ὑπὲξ ὀχέων, παρὰ δέ σφισι βάλλετ᾽ ἐδωδήν·
    Τον δείπνον ετοιμάσετε, και τα καλά πουλάρια | από τ᾽ αμάξια λύσετε και βάλετε τροφήν τους.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. δόλωμα (για ψάρια)