ἐζητηκώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἐζητηκώς < ζητῶ

Μετοχή

[επεξεργασία]

ἐζητηκώς αρσενικό