ἐκπεπτωκυῖα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ἐκπεπτωκυῖα (με βραχεία κατάληξη ᾰ)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ἐκπεπτωκώς
Δείτε επίσης : ἐκπεπτωκυία |
ἐκπεπτωκυῖα (με βραχεία κατάληξη ᾰ)