ἐμπιστεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἐμπιστεύομαι < ἐμπιστεύω

ἐμπιστεύομαι

  • εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον