ἐμπνέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ἐμπνέω
- φυσώ μέσα
- φυσώ πάνω
- αναπνέω
- εισπνέω
- αναδίδω, αποπνέω
- παίζω πνευστό μουσικό όργανο
- (μεταφορικά) εμφυσώ, εμπνέω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ποιητικός τύπος: ἐμπνείω
Πηγές
[επεξεργασία]- ἐμπνέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμπνέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.