ἐμπνέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εμπνέω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐμπνέω < (ἐν-) ἐμ- + πνέω

ἐμπνέω

  1. φυσώ μέσα
  2. φυσώ πάνω
  3. αναπνέω
  4. εισπνέω
  5. αναδίδω, αποπνέω
  6. παίζω πνευστό μουσικό όργανο
  7. (μεταφορικά) εμφυσώ, εμπνέω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]