ἐνστερνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐνστερνίζομαι < ἐν + στέρνον

ἐνστερνίζομαι