ἐντρέχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐντρέχω < ἐν + τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰregʰ-
Ρήμα
[επεξεργασία]ἐντρέχω
- εισέρχομαι, μπαίνω
- κινούμαι μέσα σε κάτι
- παρεμβάλλομαι, παρεμβαίνω
- συμβαίνω
- διαδίδομαι