ἐντροπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εντροπία

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐντροπία < ἐν + τροπή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐντροπία θηλυκό (ιωνικός τύπος : ἐντροπίη)