ἐντροπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐντροπία θηλυκό (ιωνικός τύπος : ἐντροπίη)
- άλλη λέξη για την ἐντροπή
Δείτε επίσης : εντροπία |
ἐντροπία θηλυκό (ιωνικός τύπος : ἐντροπίη)