ἐνόντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐνόντα: κλιτικός τύπος και ουσιαστικοποιημένο. Εννοείται ουδέτερο ουσιαστικό, όπως τὰ ἐνόντα ἀγαθά (Θουκυδίδης, 4.20)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐνόντα ουδέτερο

  1. όλα τα πιθανά, τα υπάρχοντα, όσα είναι διαθέσιμα
  2. (περιληπτικό) το περιεχόμενο, όπως το φορτίο πλοίου, το περιεχόμενο καλαθιού

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

ἐνόντα

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ἐνών
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ἐνόν) του ἐνών

Πηγές[επεξεργασία]