ἐξακούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξακούω ἐξ και ἀκούω

ἐξακούω {ἐξᾰκούω}

  1. ακούω από μεγάλη απόσταση
    πρόσωθεν ἐξήκουσα κληδόνος βοὴν ἀπὸ Σκαμάνδρου γῆν καταφθατουμένη (Αισχύλος, Ευμενίδες, 397 @greek-language.gr)
  2. ακούω κάτι σαν συνέπεια
    ἐρεῖς μὲν οὐχὶ νῦν γέ μ᾽ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῦ τάδ᾽ ἐξήκουσ᾽ ὕπο (αυτή τη φορά δεν μπορείς να πεις ότι έκανα κάτι για να προκαλέσω τέτοια λόγια από εσένα) (Σοφοκλής, Ηλέκτρα, 552 @greek-language.gr)
  3. αντιλαμβάνομαι σε συγκεκριμένη έννοια

Αναφορές

[επεξεργασία]