ἐξαφρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: *ἐξαφρίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξαφρίζω < αμάρτυρος ενεργητικός τύπος στην ελληνιστική κοινή *ἐξαφρίζω < μέση φωνή αρχαία ελληνική ἐξαφρίζομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐξ- + ἀφρίζω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ξαφρίζω

ἐξαφρίζω

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ἀφρίζω και ἀφρός