ἐξενοδοχίσθην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἐξενοδοχίσθην

  • πρώτο πρόσωπο ενικού παθητικού αορίστου του ρήματος gkm