ἐξιλάσκομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξιλάσκομαι < ἐξ- + ἱλάσκομαι → δείτε και τη λέξη ἵλαος

ἐξιλάσκομαι

  1. εξευμενίζω
  2. εξιλεώνω
  3. (ελληνιστική σημασία) εξιλεώνω αμαρτία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ἱλάσκομαι και ἵλαος