ἐπίπεδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐπίπεδος | τὸ ἐπίπεδον | οἱ, αἱ ἐπίπεδοι | τὰ ἐπίπεδα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐπιπέδου | τοῦ ἐπιπέδου | τῶν ἐπιπέδων | τῶν ἐπιπέδων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐπιπέδῳ | τῷ ἐπιπέδῳ | τοῖς, ταῖς ἐπιπέδοις | τοῖς ἐπιπέδοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐπίπεδον | τὸ ἐπίπεδον | τοὺς, τὰς ἐπιπέδους | τὰ ἐπίπεδα |
Κλητική | ἐπίπεδε | ἐπίπεδον | ἐπίπεδοι | ἐπίπεδα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐπιπέδω | |||
Γενική-Δοτική | ἐπιπέδοιν |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐπίπεδος < ἐπί + πέδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pedóm < *pṓds (πόδι, πούς) < *ped-
Επίθετο
[επεξεργασία]ἐπίπεδος, -ος, -ον
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἐπίπεδος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίπεδος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.