ἐπίσχεστρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐπίσχεστρον < αρχαία ελληνική ἐπέχω), ἐπισχ-, (ἐπίσχε(σις)) + -τρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἐπίσχεστρον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) το φρένο, μηχανισμός που εμποδίζει, που σταματάει κάτι
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .