ἐπί ζημίᾳ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]ἐπὶ ζημίᾳ
- (καθαρεύουσα, με γενική) → δείτε επί ζημία
- ※ Ἀληθὲς εἶναι ὅτι τὸ συμφέρον τοῦτο παρεπείσθησαν οἱ ἄνδρες νὰ ὑπηρετῶσιν ἐπὶ ζημίᾳ τοῦ ἰδίου καὶ ν’ ἀναλάβωσι μάλιστα καθήκοντα ἐκτελεστοῦ τῶν ἀποφάσεων τοῦ γυναικείου Ἀρείου Πάγου, κόπτοντες τὴν κόμην ἢ καὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ὑπ’ αὐτοῦ εἰς ἀτιμίαν καταδικασθείσης.