ἐπακολουθέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπακολουθέω < ἐπί + ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ

ἐπακολουθέω

  1. ακολουθώ από κοντά
  2. διώκω, καταδιώκω
  3. ακολουθώ νοερώς, κατανοώ
  4. υπακούω, συμμορφώνομαι
  5. αφοσιώνομαι