ἐπιβιώσαντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ἐπιβιώσᾰντᾰς
- (αρσενικό) αιτιατική πληθυντικού του ἐπιβιώσας
Δείτε επίσης : επιβιώσαντας |
ἐπιβιώσᾰντᾰς