ἐπιγιγνώσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπιγιγνώσκω < ἐπί + γιγνώσκω

ἐπιγιγνώσκω

  • γνωρίζω κάτι ως αυτόπτης, το βλέπω με τα μάτια μου