ἐπισκέπτομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπισκέπτομαι < λείπει η ετυμολογία

ἐπισκέπτομαι

  • παρατηρώ και εξετάζω αναλυτικά και προσεκτικά

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]