ἐπισταμένως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επισταμένως

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπισταμένως < ἐπιστάμεν(ος) + -ως < ἐπίσταμαι

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἐπισταμένως

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]