ἐπιστημονάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιστημονάρχης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπιστημονάρχης < αρχαία ελληνική ἐπιστημονικός ἐπιστημον- + -άρχης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐπιστημονάρχης αρσενικό (θηλυκό ἐπιστημονάρχισσα)

  1. έμπειρος σε κάποια επιστήμη
  2. (χριστιανισμός) επιστημονάρχης, μοναχός που έχει ως διακόνημα να είναι επόπτης των διαφόρων διακονημάτων

Συγγενικά

[επεξεργασία]