ἐράω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐράω < ἔραμαι

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐράω-ῶ   ἐρῶμαι 
Παρατατικός  ἤρων 
Μέλλοντας  ἐρασθήσομαι (με ενεργ.σημασία) 
Αόριστος  ἠράσθην (με ενεργ. σημασία) 
Παρακείμενος  ἤρασμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐράω - ἐρῶ, ιωνικός τύποςἐρέω

  1. είμαι ερωτευμένος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Λύσις, 204b
    Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες, τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή· οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον ἐρᾷς, ἀλλὰ καὶ πόρρω ἤδη εἶ πορευόμενος τοῦ ἔρωτος.
    Ιπποθάλη, γιε του Ιερώνυμου, δεν χρειάζεται πια να μου πεις αν αγαπάς κάποιον ή όχι· γιατί τώρα ξέρω ότι δεν αγαπάς απλώς, αλλά σ᾽ έχει κυριέψει ο έρωτας.
    Μετάφραση (1981): Νίκος Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. @greek‑language.gr
  2. επιθυμώ σφόδρα, ποθώ
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 208e
    τοῦ γὰρ ἀθανάτου ἐρῶσιν.
    γιατί κατέχονται από έρωτα αθανασίας.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 996
    σῶσόν νυν αὐτὸν μηδ᾽ ἔρα τῶν πλησίον.
    Φύλαγέ το και μην ορέγεσαι τα ξένα.
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
    → δείτε παράθεμα στο ἔραμαι
  3. κάνω εμετό, αδειάζω (δείτε πιο κάτω και στα ομώνυμα)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]