ἐρριμμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ἐρριμμένᾰ (με βραχεία κατάληξη ᾰ)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ἐρριμμένον) του ἐρριμμένος
ἐρριμμένᾱ (με μακρά κατάληξη ᾱ)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους (ἐρριμμένη) του ἐρριμμένος