ἐτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἑτός, ἔτος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἐτός

  • (πάντα με άρνηση) μάταια, χωρίς λόγο

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]