ἑλέπολις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἑλε- (< εἷλον, υποτακτική ἕλω: αόριστος β' του αἱρῶ) + πόλις

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἑλέπολις

  • που καταστρέφει πόλεις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἑλέπολις

  • πολιορκητική μηχανή

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]