ἑταιρισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εταιρισμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑταιρισμός οἱ ἑταιρισμοί
      γενική τοῦ ἑταιρισμοῦ τῶν ἑταιρισμῶν
      δοτική τῷ ἑταιρισμ τοῖς ἑταιρισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἑταιρισμόν τοὺς ἑταιρισμούς
     κλητική ! ἑταιρισμέ ἑταιρισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑταιρισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἑταιρισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἑταιρισμός < αρχαία ελληνική ἑταιρίζω < ἑταίρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἑταιρισμός αρσενικό