ἔκλυτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἔκλυτος | τὸ ἔκλυτον | οἱ, αἱ ἔκλυτοι | τὰ ἔκλυτα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐκλύτου | τοῦ ἐκλύτου | τῶν ἐκλύτων | τῶν ἐκλύτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐκλύτῳ | τῷ ἐκλύτῳ | τοῖς, ταῖς ἐκλύτοις | τοῖς ἐκλύτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἔκλυτον | τὸ ἔκλυτον | τοὺς, τὰς ἐκλύτους | τὰ ἔκλυτα |
Κλητική | ἔκλυτε | ἔκλυτον | ἔκλυτοι | ἔκλυτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐκλύτω | |||
Γενική-Δοτική | ἐκλύτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἔκλυτος